πεντάκορφος

πεντάκορφος
-η, -ο
αυτός που έχει πέντε κορφές: Πεντάκορφο βουνό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεντακόρυφος — και πεντάκορφος, η, ο / πεντακόρυφος, ον, ΝΜ αυτός που έχει πέντε κορυφές μσν. φρ. «τοῡ πεντακορύφου σώματος τής ἐκκλησίας» μτφ. οι πέντε αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”